- στραβοκοιτάω
- στραβοκοιτάω (σπάν. στραβοκοιτώ), στραβοκοίταξα βλ. πίν. 64
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στραβοκοιτάζω — στραβοκοιτάζω, στραβοκοίταξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. στραβοκοιτάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής